- αἰθέρ'
- αἰθέρα , αἰθήρethermasc acc sgαἰθέρι , αἰθήρethermasc dat sgαἰθέρε , αἰθήρethermasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰθέρ' — Αἰθέρα , αἰθήρ ether masc acc sg Αἰθέρι , αἰθήρ ether masc dat sg Αἰθέρε , αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… … Hofmann J. Lexicon universale
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
νεκταριώδης — νεκταριώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. ιώδης (πρβλ. αιθερ ιώδης)] … Dictionary of Greek
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek
σκαιεμβατώ — έω, Α (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) σκαιοβατώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + εμβατῶ (< εμβάτης < ἐμβαίνω), πρβλ. αιθερ εμβατώ, κεν εμβατώ] … Dictionary of Greek